- ποστέλνικος
- ο, ΝΜανώτατος αξιωματούχος στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, υπουργός Εξωτερικών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ρουμ. postelnic < σλαβ. posteĭnicŭ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μανός — I Επώνυμο παλαιότατης και ονομαστής οικογένειας της Κωνσταντινούπολης, μέλη της οποίας διακρίθηκαν στην πολιτική, κοινωνική και στρατιωτική ζωή από τον 17ο έως και τον 19ο αι. 1. Αλέξανδρος (1755 – 1815). Αξιωματούχος του Πατριαρχείου… … Dictionary of Greek
Μολυβδοσκεπάστου, μονή — Κόνιτσας. Χτίστηκε, σύμφωνα με την επιγραφή που υπάρχει στο καθολικό, από τους βυζαντινούς αυτοκράτορες Κωνσταντίνο Πωγωνάτο (668 685) και ανακαινίστηκε αργότερα από τον Ανδρόνικο Κομνηνό (1183 1185). Ανακαινίστηκε πάλι και ιστορήθηκε το 1521. Το … Dictionary of Greek
Ραγκαβής — Επώνυμο παλιάς βυζαντινής οικογένειας, από την οποία καταγόταν και ο αυτοκράτορας Μιχαήλ A’ ο Ραγκαβές. Άλλα σημαντικά μέλη της οικογένειας αυτής ήταν: 1. Αλέξανδρος Ρίζος (Κωνσταντινούπολη 1809 – Αθήνα 1892). Ποιητής, συγγραφέας, πανεπιστημιακός … Dictionary of Greek
postelnic — POSTÉLNIC, postelnici, s.m. 1. (În evul mediu, în Ţara Românească şi în Moldova) Titlu dat unui mare boier, membru al sfatului domnesc, care avea în grijă camera de dormit a domnului şi organiza audienţele la domn; boier care avea acest titlu. ♢… … Dicționar Român